- λογάς
- (I)λογάς, ἡ (Α)συν. στον πληθ. αἱ λογάδες1. το λευκό τών οφθαλμών2. (γενικά) οι οφθαλμοί, τα μάτια3. μτφ. φρ. «λογάδες λίθοι» — ακατέργαστοι, απελέκητοι λίθοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταφορική χρήση τού τ. λογάς (II), πρβλ. «λογάδες λίθοι» και λογάδην, από μια ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχιος για τη λ. «ψήφους λευκάς». Κατ' άλλη άποψη, η λ. εμφανίζει παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη με το σουηδ. ogon-sten «ένας λαμπερός άσπρος πολύτιμος λίθος». Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το λοξός ή με αγγλοσαξ. lōcian «βλέπω» ή, τέλος, με τη λ. λέγνον «γύρος, περιθώριο, πλαίσιο»].————————(II)ο (AM λογάς, -άδος, ὁ και ἡ)(το αρσ. και ως ουσ.) εκλεκτός, διακεκριμένος, επίλεκτος, άριστος (α. «οι λογάδες τού έθνους» β. «λογάσι δ' Ἀργείων στρατοῡ νεανίαις», Ευρ.)αρχ.φρ. «φωναὶ λογάδες» — εκλεκτές φράσεις (Φώτ.)[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λογ- (ετεροιωμένη βαθμ. τού θέματος λέγ- τού λέγω με τη σημασία «συλλέγω, εκλέγω» + κατάλ. -άς. Η λ. θεωρείται παράγωγο τού λόγος (πρβλ. δρομάς < δρόμος)].————————(III)-oύ, -ούδικο, ουδ. και -άδικο1. πολυλογάς, φλύαρος, φαφλατάς2. αυτός που λέει και υπόσχεται πολλά, χωρίς όμως να πραγματοποεί τίποτε3. αυθάδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + κατάλ. -άς (πρβλ. φαφλατ-άς, φωνακλ-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.